ολκείον

ολκείον
ὁλκεῑον, δ. γρφ. ὁλκίον, επικ. τ. ὁλκήϊον, τὸ (Α) [ολκή]
1. το οπίσθιο μέρος τής πρύμνης τού πλοίου
2. μεγάλη λεκάνη μέσα στην οποία έπλεναν τα ποτήρια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὁλκεῖον — large bowl neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλκεῖα — ὁλκεῖον large bowl neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλκείων — ὁλκεῖον large bowl neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολκήϊον — ὁλκήϊον, τὸ (Α) (επικ. τ.) βλ. ολκείον …   Dictionary of Greek

  • ολκαίος — ὁλκαῑος, αία, ον, ιων. τ. θηλ. ὁλκαίη (Α) [ολκή] 1. (για πλοίο) αυτός που σύρεται, που ρυμουλκείται 2. (για φίδι) αυτός που έρπει 3. (για δρόμο) οφιοειδής («ἕρπει ἀτραπὸν ὁλκαίην δολιχῷ μηρύγματι γαστρός», Νίκ.) 4. αλλεπάλληλος, διαδοχικός… …   Dictionary of Greek

  • όλκιον — ὅλκιον, τὸ (Α) βλ. ολκείον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”